- ἐπεξέλευσις
- ἐπεξέλευσιςvisitationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξέλευσις — ἐπεξέλευσις, η (AM) [επεξελαύνω] ποινή, τιμωρία («τὴν τῶν καθ ἡμᾱς πλημμελειῶν ἐπεξέλευσιν», Ευστ.) μσν. 1. έφοδος 2. εκδίκηση … Dictionary of Greek
ἐπεξελεύσεις — ἐπεξέλευσις visitation fem nom/voc pl (attic epic) ἐπεξέλευσις visitation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσεσι — ἐπεξέλευσις visitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσεσιν — ἐπεξέλευσις visitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξέλευσιν — ἐπεξέλευσις visitation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεξελευστικός — ἐπεξελευστικός, ή, όν (Μ) [επεξέλευσις] 1. εκδικητικός 2. τιμωρός … Dictionary of Greek
υπεξέλευσις — εύσεως, ἡ, Μ (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπεξελεύσεις, τιμωρίας, βασάνους, ἐφευρέσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ἐπεξέλευσις] … Dictionary of Greek
ἐπεξελεύσεως — ἐπεξελεύσεω̆ς , ἐπεξέλευσις visitation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξελεύσῃ — ἐπεξελεύσηι , ἐπεξέλευσις visitation fem dat sg (epic) ἐπεξέρχομαι march out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)